- ἔκπνοος
- ἔκπνοοςbreathlessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔκπνοον — ἔκπνοος breathless masc/fem acc sg ἔκπνοος breathless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκπνους — ἔκπνους, ουν και ἔκπνοος, οον (AM) αυτός που εκπνέει μσν. φρ. «γίνομαι ἔκπνοος» χάνω τη μυρωδιά μου αρχ. ο χωρίς πνοή, ο νεκρός … Dictionary of Greek
ξέπνοος — η, ο αυτός που δεν έχει πνοή, που ανασαίνει ή μιλάει αργά και πολύ σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἔκπνοος (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek